-
1 λαχανοπωλείο(ν)
το овощная, деленная лавка;овощной магазин -
2 λαχανοπωλείο(ν)
το овощная, деленная лавка;овощной магазин -
3 лавка
лавка ж (магазин) το μαγαζί* овощная \лавка το λαχανοπωλείο, το μανάβικο* * *ж( магазин) το μαγαζίовощна́я ла́вка — το λαχανοπωλείο, το μανάβικο
-
4 овощной
овощной: \овощной магазин το λαχανοπωλείο, το μανάβικο* * *овощно́й магази́н — το λαχανοπωλείο, το μανάβικο
-
5 магазин
магазинм 1, τό κατάστημα, τό μαγαζί:универсальный \магазин κατάστημα είδῶν νεωτερισμού· продовольственный \магазин κατάστημα τροφίμων рыбный \магазин τό ψαράδικο, τό Ιχθυοπωλείο· овощи́ой \магазин τό μανάβικο, τό λαχανοπωλεῖο· писчебумажный \магазин τό χαρτοπωλεῖο[ν]· книжный \магазин \магазин τό βιβλιοπωλεῖο[ν]· \магазин готового пла́тья κατάστημα ρουχισμοῦ· галантерейный \магазин τό κατάστημα είδῶν τουαλέτας, τό ψιλι-κατζήδικο· парфюмерный \магазин τό ἀρωματο-πωλεῖοΜ· ювелирный \магазин τό κοσμηματοπωλείο[ν], τό χρυσοχοεῖον табачный \магазин τό καπνοπωλεῖο· мебельный \магазин τό ἐπιπλοπω-λεῖο· цветочный \магазин τό ἀνθοπωλείο·2. (у. огнестрельного оружия) ἡ θαλάμη. -
6 овощной
овощ||нойприл τών λαχανικών, λαχανικά:\овощнойио́й магази́и τό μανάβικο, τό λαχανοπωλείο· \овощнойно́й суп ἡ λαχανόσουπα -
7 зеленной
επ.χορταρικός, των πράσινων, κηπευτικός•-ая лавка μανάβικο λαχανοπωλείο.
-
8 овощной
επ.των λαχανικών, των λάχανων•-ларк λαχανοπωλείο μανάβικο•
-ые грядки οι λαχανοβραγιές.
|| με λάχανα•овощной суп λαχανόσουπα•
-ые консервы λαχανοκονσέρβες.
См. также в других словарях:
λαχανοπωλείο — το (AM λαχανοπωλεῑον Α και λαχανοπώλιον) [λαχανοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο … Dictionary of Greek
λαχανοπωλείο — το το μανάβικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχανοπωλικός — λαχανοπωλικός, ή, όν (Α) [λαχανοπώλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαχανοπωλείο ή σε λαχανοπώλη … Dictionary of Greek
λαχανοπώλιον — λαχανοπώλιον, τὸ (Α) βλ. λαχανοπωλείο … Dictionary of Greek
μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο … Dictionary of Greek