Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το λαχανοπωλείο

См. также в других словарях:

  • λαχανοπωλείο — το (AM λαχανοπωλεῑον Α και λαχανοπώλιον) [λαχανοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπωλείο — το το μανάβικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαχανοπωλικός — λαχανοπωλικός, ή, όν (Α) [λαχανοπώλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαχανοπωλείο ή σε λαχανοπώλη …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπώλιον — λαχανοπώλιον, τὸ (Α) βλ. λαχανοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»